- εὐκατάγνωστος
- εὐκατά-γνωστος, ον,A blameworthy, Mitteis Chr.31 viii 11 (ii B. C.), EM400.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατάγνωστος — εὐκατάγνωστος, ον (Α) αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα γνωστος (< κατα γιγνώσκω «καταδικάζω»), πρβλ. α κατά γνωστος] … Dictionary of Greek
εὐκατάγνωστος — blameworthy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάγνωστον — εὐκατάγνωστος blameworthy masc/fem acc sg εὐκατάγνωστος blameworthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάγνωστα — εὐκατάγνωστος blameworthy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)